πορεία

πορεία
η
1) ход; движение; ходьба;

προς τα μπρος πορεία — движение вперёд;

η εξελικτική πορεία — поступательное движение;

2) шествие;

θριαμβική πορεία — триумфальное шествие;

3) поход;
4) маршрут, путь; Курс, направление;

πορεία προς βορραν — курс на север;

αλλάζω πορεία — менять курс;

5) трен, процесс, ход; течение, развитие;

στην πορεία — в процессе, в ходе;

6) воен. марш, переход;

πορεία μιάς μέρας — дневной переход;

σύντονος πορεία — форсированный марш;

εν πορεία — на марше;

§ φύλλο πορείας — а) путевой лист (шофёра); — б) воен, командировочное предписание; — е) увольнение (с работы)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πορεία" в других словарях:

  • πορεία — πορείᾱ , πορεία mode of walking fem nom/voc/acc dual πορείᾱ , πορεία mode of walking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείᾳ — πορείᾱͅ , πορεία mode of walking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορειά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * και ποριά, η, Ν 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.) 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ …   Dictionary of Greek

  • πορεία — η 1. περπάτημα, δρόμος. 2. εξέλιξη γεγονότων ή καταστάσεων: Η πορεία της ασθένειας. – H πορεία της δίκης κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… …   Dictionary of Greek

  • πορεῖα — πορεῖον means of conveyance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείας — πορείᾱς , πορεία mode of walking fem acc pl πορείᾱς , πορεία mode of walking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείαι — πορείᾱͅ , πορεία mode of walking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορείαν — πορείᾱν , πορεία mode of walking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορειῶν — πορεία mode of walking fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορεῖαι — πορεία mode of walking fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»